- ὑδρογονικός
- ὑδρο-γονικός, ή, όν, zum Wasserzeugen gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδρογονικός — ή, ό / ὑδρογονικός, ή, όν, ΝΜ νεοελλ. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υδρογόνο μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβλυση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + θ. γον τού γίγνομαι + κατάλ. ικός*. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. < υδρογόνο] … Dictionary of Greek
υδρογονικός — ή, ό που έχει σχέση με το υδρογόνο: Υδρογονικές συνθέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδρογονικά — ὑδρογονικός of the production of water neut nom/voc/acc pl ὑδρογονικά̱ , ὑδρογονικός of the production of water fem nom/voc/acc dual ὑδρογονικά̱ , ὑδρογονικός of the production of water fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)